συμβασιλεύει

συμβασιλεύει
συμβασιλεύω
rule
pres ind mp 2nd sg
συμβασιλεύω
rule
pres ind act 3rd sg
συμβασιλεύω
rule
pres ind mp 2nd sg
συμβασιλεύω
rule
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνομόθρονος — ον, Μ αυτός που κάθεται στον ίδιο βασιλικό θρόνο με κάποιον άλλον, αυτός που συμβασιλεύει («Θεός σοι ἔδωκεν κλάδους συνομόθρονας», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμόθρονος «αυτός που μοιράζεται τον ίδιο θρόνο μαζί με άλλον»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”